- ἀνέπτυξα
- ἀναπτύσσωunfoldaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναπτύσσω — αναπτύσσω, ανέπτυξα και ανάπτυξα βλ. πίν. 27 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής